έπτατος

έπτατος
ἕπτατος, -ον (Μ)
βλ. έφτατος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • έφτατος — ἕφτατος, ον και ἕπτατος, ον (Μ) έβδομος. [ΕΤΥΜΟΛ. < εφτά + κατάλ. τών τακτικών αριθμητικών τος (πρβλ. δέκα τος, τέταρ τος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”